ιός

ιός
Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.632 κάτ.). Βρίσκεται προς τα δυτικά παράλια του νησιού, στο εσωτερικό του ομώνυμου όρμου. Ιστορία. Κατά μία εκδοχή, η ονομασία Ί. προέρχεται από τους Ίωνες που κατοίκησαν εκεί, ενώ σύμφωνα με μία άλλη από το άνθος ίον. Η Ί. είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη στην αρχαιότητα γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί είχε γεννηθεί ο Όμηρος και όπως αναφέρει ο Παυσανίας οι Ιήτες έδειχναν και τον τάφο του. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ότι η Ί. είχε κατοικηθεί από την εποχή του χαλκού. Στα ιστορικά χρόνια ήταν μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή ανήκε στην Επαρχία των Νήσων και χρησίμευε ως τόπος εξορίας. Η ομώνυμη πρωτεύουσα βρισκόταν στη βορειοδυτική παραλία του νησιού, είχε εξαίρετο λιμάνι και προστατευόταν από τείχος. Από επιγραφές που βρέθηκαν στο νησί διαπιστώθηκε ότι λατρεύονταν εκεί ο Απόλλωνας, o Δίας Πολιεύς, η Αθηνά Πολιάς καθώς και η θεά Ίσις, η λατρεία της οποίας καθιερώθηκε την εποχή των Ρωμαίων. Βρέθηκαν επίσης τα ερείπια ενός μικρού ναού του Ποσειδώνα Φυταλμίου, ιωνικού ρυθμού. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως και προϊστορικούς τάφους με μαρμάρινες γυμνές γυναικείες θεότητες. Από τέσσερα νομίσματα που έχουν σωθεί και χρονολογούνται μεταξύ 300 και 200 π.Χ., τα δύο εικονίζουν το κεφάλι του Ομήρου δαφνοστεφανωμένο καθώς και δέντρο φοίνικα, που συμβόλιζε την αρχαία ονομασία του νησιού. Το 1207 η Ι. πέρασε στην κατοχή των Βενετών. Έγινε έτσι τμήμα του δουκάτου της Νάξου έως το 1269, οπότε την κατέλαβε o Βυζαντινός ναύαρχος Λυκάριος και έμεινε στην κατοχή των Βυζαντινών έως το 1292. Μετά πέρασε στην εξουσία του Δομίνικου Σκιάβι, με τη βοήθεια του δούκα της Νάξου Μάρκου B’ Σανούδου. Η οικογένεια των Σκιάβι εκχώρησε το νησί στον δούκα της Νάξου. Επειδή κατά την περίοδο αυτή ο πληθυσμός του νησιού είχε μειωθεί πολύ εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών, ο δούκας αναγκάστηκε να εγκαταστήσει εκεί Αλβανούς αποίκους από την Πελοπόννησο για να ενισχύσει με εργατικό δυναμικό τις καλλιέργειες. Όταν πέθανε o δούκας (1450), τον διαδέχθηκαν πρώτα ο γιος του Ιάκωβος και στη συνέχεια διάφοροι άλλοι, μέλη της ίδιας οικογένειας. Τελικά το νησί δόθηκε ως προίκα στον Βενετό ευπατρίδη Αλέξανδρο Πιζάνη (1508), τον οποίο διαδέχτηκε ο Ιωάννης Πιζάνης έως το 1550 και έπειτα οι Τούρκοι. Το 1579 αποικίστηκε για δεύτερη φορά από Αλβανούς, οι οποίοι όμως γρήγορα αφομοιώθηκαν με τους παλιούς κατοίκους. Οι Τούρκοι αποκαλούσαν το νησί μικρή Μάλτα εξαιτίας των πολλών πειρατών που περνούσαν εκεί τον χειμώνα τους. Στα χρόνια τους ήταν έδρα καδή και το διοικούσαν δύο κοτζαμπάσηδες. Το 1821 ο Παναγιώτης Αμοιραδάκης ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης. Το νησί αποτέλεσε τμήμα του νεότερου ελληνικού κράτους από τη σύστασή του. Μία άποψη της γραφικής Ίου. Η Ίος, νησί των κεντρικών Κυκλάδων, βρίσκεται στα Β της Θήρας και μεταξύ Θήρας, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου.
* * *
(I)
ἰός, ἴα, ἰόν (Α)
1. (συν. στο θηλ.) ένας («ἰῷ κίον ἤματι», Ομ. Ιλ.)
2. μόνος
3. εκείνος
4. ο ίδιος («τόν γ' ἰόν ἐνιαυτόν» — κατά το ίδιο έτος, επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < δεικτ. IE *i- που απαντά και στη γλώσσα τού Ησυχίου ΐν
αὐτῇ
αὐτήν, αὐτόν. Κύπριοι και συνδέεται με το λατ. is «αυτός». Η κλίση τού θηλ. κατά το μία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει σχέση με το εἷς].
————————
(II)
ἰός, ὁ, πληθ. ἰοί, οἱ και ἰά, τὰ (Α)
το βέλος («ἰὸν ἕηκε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἰσF-o, που συνδέεται με το αρχ. ινδ. isu και το αβεστ. išu, που σημαίνουν «βέλος».
ΣΥΝΘ. αρχ. ιοβόλος (Ι), ιοβολώ (Ι), ιοδόκη, ιοδόκος, ιοδόχη, ιοτυπής, ιοχέαιρα (Ι)].
————————
(III)
ο (Α ἰός)
1. το δηλητήριο μερικών ζώων, κυρίως τών φιδιών («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.)
2. μτφ. μοχθηρία, κακία, συκοφαντία («ἰός ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν», ΚΔ)
3. (κατά τον Πίνδ.) το μέλι με το οποίο οι δράκοντες έθρεψαν τον Ίαμο («ἰὸς ἀμεμφὴς μελισσῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το λατ. virus, το αρχ. ινδ. vĭsa, το αβεστ. vīša και το ιρλδ. fi, όλα με τη σημ. «δηλητήριο». Οι λέξεις αυτές θεωρείται ότι προέρχονται από κάποια ΙΕ ρίζα [πιθ. *wis(o)-], η οποία εχρησιμοποιείτο ως ευφημιστικό υποκατάστατο για να δηλώσει το δηλητήριο (σ' αυτήν ανάγεται επίσης το αρχ. ινδ. ρ. vesati «διαλύομαι, ρέω»). Η λ. ἰός (III) με τον καιρό κατέστη επίσης γλωσσικό ταμπού και αντικαταστάθηκε από τη λ. φάρμακον.
ΠΑΡ. αρχ. ιόεις (ΙI), ιώδης (ΙI).
ΣΥΝΘ. ιοβόλος
αρχ.
ιοβολία, ιοβόρος, ιοδόκος (II), ιοειδής (II), ιολόχευτος, ιομιγής, ιοτόκος, ιοφόρος, ιοχέαιρα (II)
μσν.
ιοβολώ (II)
νεοελλ.
ιοφοβία].
————————
(IV)
ο (ΑΜ ἰός)
η σκουριά, ιδίως τού χαλκού και τού σιδήρου, η «πατίνα» τού χρόνου, οι ερυθρωπές κηλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια τού χαλκού ή τού σιδήρου (α. «χαλκῷ δὲ καὶ σιδήρῳ ἰόν», Πλάτ.
β. «ὅπως καθαρὸς ἰοῡ ἔσται ὁ ἀνδριάς», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη λ. ἰός (III). Η εξειδίκευση τής σημ. θα πρέπει να διαμορφώθηκε στο περιβάλλον τής επαγγελματικής γλώσσας τής μεταλλουργίας.
ΠΑΡ. αρχ. ιώδης (III).
ΣΥΝΘ. μσν. ιοζούμιν].
————————
(V)
ο
μικροοργανισμός πολύ μικρών διαστάσεων, αόρατος με το κλασικό μικροσκόπιο, ο οποίος είναι συντεθειμένος από νουκλεϊκά οξέα (RNA ή DNA), στερείται ενζύμων και ιδίου μεταβολισμού, χαρακτηρίζεται από αυστηρό κυτταρικό παρασιτισμό και προκαλεί νοσήματα στον άνθρωπο, στα ζώα, στα φυτά ή και στα μικρόβια ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. virus. Η νεολατιν. επιστημονική ορολογία χρησιμοποίησε τη λατ. λ. virus «δηλητήριο» για να δηλώσει τους αντίστοιχους μικροοργανισμούς. Στη Νέα Ελληνική προς απόδοση τού όρου χρησιμοποιήθηκε η αρχαία λ. ἰός (III) με νέα σημ.].
————————
(VI)
ἱός (Α)
βοιωτ. τ. τής αντων. ἑός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰός — 1 arrow masc nom sg ἰ̱ός , ἰός 2 poison masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • Ίος — Sp Ìjas Ap Ίος/Ios L s. ir g tė Kikladų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ιός — ο 1. παρασιτικός μικροοργανισμός: Ιός της γρίπης. 2. δηλητήριο εντόμων και ερπετών. 3. σκουριά, γάνα. 4. μτφ., φαρμακερός λόγος, συκοφαντία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ίος — η ονομασία νησιού των Κυκλάδων, η Νιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρνάσ(σ)ιος — α, ον / παρνάσ(σ)ιος, ον, ΝΑ [Παρνασ(σ)ός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό, ο παρνασσιακός 1. νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παρνάσσιοι οι παρνασσιακοί ποιητές, οι οπαδοί τής ποιητικής σχολής τού Παρνασσισμού …   Dictionary of Greek

  • σακέλ(λ)ιος — και σακελ(λ)ίων, ο / σακέλλιος και σακελλίων, ΝΜ παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που απονεμόταν σε πρεσβύτερο, σακελ(λ)άριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακέλλα «βαλάντιο» + κατάλ. ιος / ίων] …   Dictionary of Greek

  • ταών(ε)ιος — α, ο / ταών(ε)ιος, ον, ΝΑ [ταώς, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι 2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι …   Dictionary of Greek

  • ωκεάν(ε)ιος — α, ο / ὠκεάν(ε)ιος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. θηλ. ὠκεανηΐάς, άδος, ΜΑ [Ὠκεανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανό νεοελλ. α) «ωκεάνια αύλακα» γεωλ. βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα, με επίμηκες σχήμα β) «ωκεάνια τάφρος» (γεωλ. ωκεαν.) βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”